Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όσο το δυνατό λιγότερο

  • 1 меньше

    меньше 1. (сравн. ст. от маленький) μικρότερος* этот стадион \меньше αυτό το στάδιο είναι μικρότερο 2. (сравн. ст. от мало) λιγότερο· μικρότερο (по размеру)' здесь \меньше народу εδώ έχει λιγότερο κόσμο· как можно \меньше όσο το δυνατό λιγότερο
    * * *
    1. сравн. ст. от маленький

    э́тот стадио́н ме́ньше — αυτό το στάδιο είναι μικρότερο

    2. сравн. ст. от мало
    λιγότερο; μικρότερο ( по размеру)

    здесь ме́ньше наро́ду — εδώ έχει λιγότερο κόσμο

    как мо́жно ме́ньше — όσο το δυνατό λιγότερο

    Русско-греческий словарь > меньше

  • 2 меньше

    1. συγκρ. β. του επ. милый κ. маленький μικρότερος•

    меньше всех μικρότερος όλων.

    2. συγκρ. β. του επίρ. мало λιγότερο•

    гораздо меньше πολύ λιγότερο•

    меньше всего το λιγότερο•

    ни больше ни меньше ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω•

    как можно меньше όσο το δυνατό λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньше

  • 3 можно

    (απρόσ. με σημ. κατηγ.).
    είναι δυνατό, μπορεί, δύναται, είναι μπορετό•

    это можно делать в два дня αυτό μπορεί να γίνει σε δυο μέρες•

    если можно αν είναι δυνατόν•

    как -скорее όσο το δυνατόν γρηγορότερα•

    как можно раньше όσο το δυνατόν νωρίτερα•

    как можно больше, меньше όσο το δυνατόν περισσότερο, λιγότερο•

    как (это) -; разве можно πως είναι δυνατό να γίνει (αυτό)• άραγε μπορεί να γίνει (αυτό;), ζ επιτρέπεται•

    здесь можно курить? εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα; можно (зайти)? μπορώ να μπω; επιτρέπεται η είσοδος;

    Большой русско-греческий словарь > можно

См. также в других словарях:

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»